- χειρόγραφα
- χειρόγραφονwritten with the handneut nom/voc/acc plχειρόγραφοςwritten with the handneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάπυροι της Νεκρής Θάλασσας — Χειρόγραφα που βρέθηκαν το 1947 σε σπήλαια του Kίρμετ Κουμράν κοντά στη Νεκρή θάλασσα και συγκεντρώθηκαν συστηματικά από το 1949. Ήταν τοποθετημένα μέσα σε άριστα διατηρημένα αγγεία. Όλα είναι προγενέστερα του 70 μ.Χ. και περιέχουν αντίγραφα… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… … Dictionary of Greek
ВАТОПЕД — [греч. ῾Ιερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου, Βατοπεδίου; Βατοπαίδιον, Βατοπέδιον], во имя Благовещения Пресв. Богородицы общежительный муж. мон рь; расположен на берегу небольшой бухты, находящейся примерно посередине сев. вост. побережья п ова Афон… … Православная энциклопедия
ИОАНН ТРАПЕЗУНДСКИЙ — [Яннакис; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Τραπεζούντιος, Γιαννάκης] (посл. четв. XVII в. или нач. XVIII в., Трапезунд 1770), протопсалт Великой ц., греч. мелург, кодикограф. Сведения о жизни и деятельности И. Т. сохранились в рукописных источниках и в «Большом… … Православная энциклопедия
КАЛОФОНИЧЕСКОЕ ПЕНИЕ — Аколуфии. 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458. Fol. 1) Аколуфии. 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458. Fol. 1) [калофония; греч. καλοφωνία, от καλός прекрасный и φωνή голос, звук], греч. певч. стиль, расцвет которого приходится на 2 последних столетия… … Православная энциклопедия
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek